- αλέκω
- ἀλέκω (Α)αντί τού ἀλέξω*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠλέκει — ἀλέκει , ἀλέξω raáks̥ati pres ind mp 2nd sg ἀλέκει , ἀλέξω raáks̥ati pres ind act 3rd sg ἀλέκει , ἀλέκω ward off pres ind mp 2nd sg ἀλέκει , ἀλέκω ward off pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλέξω — ἀλέξω (και σπάνια ἀλέκω) (Α) Ι ενεργ. 1. απομακρύνω, αποτρέπω, αποσοβώ 2. βοηθώ, υπερασπίζω 3. προσφέρω βοήθεια ΙΙ μέσ. 1. υπερασπίζω τον εαυτό μου, αμύνομαι 2. ανταμείβω, ανταποδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρήμα ἀλέξω συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη… … Dictionary of Greek
ἀλέκοις — ἀλέξω raáks̥ati pres opt act 2nd sg ἀλέκω ward off pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠλέκειν — ἀλέκειν , ἀλέξω raáks̥ati pres inf act (attic epic) ἀλέκειν , ἀλέκω ward off pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)